ἐκθειάζει

ἐκθειάζει
ἐκθειάζω
make a god of
pres ind mp 2nd sg
ἐκθειάζω
make a god of
pres ind act 3rd sg
ἐκθειάζω
make a god of
pres ind mp 2nd sg
ἐκθειάζω
make a god of
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκθειαστής — ο αυτός που εκθειάζει, που εγκωμιάζει …   Dictionary of Greek

  • υψωτής — ο / ὑψωτής, ΝΑ [ὑψῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που υψώνει κάτι 2. αυτός που προκαλεί ύψωση τών τιμών, ανατιμητής αρχ. αυτός που εξυμνεί, που εκθειάζει κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • Βελλήιος Πάτερκλος, Γάιος — (Gaius Velleius Paterculus, 1ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός, συγγραφέας μιας επίτομης παγκόσμιας ιστορίας σε δύο τόμους. Το κριτήριό του για τη σύγχρονή του ιστορία είναι επηρεασμένο από τον θαυμασμό του για τον Τιβέριο (του οποίου υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… …   Dictionary of Greek

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

  • Κάπελλος — (17ος αι.). Κερκυραίος λόγιος. Διδάκτορας της νομικής και της φιλολογίας, ήταν μέλος της λεγόμενης Ακαδημίας των Εξασφαλισμένων, η οποία ιδρύθηκε το 1656 και διαλύθηκε κατά την περίοδο της πολιορκίας της Κέρκυρας από τους Τούρκους (1716). Την… …   Dictionary of Greek

  • Μιλέ, Ζαν Φρανσουά — (Jean Francois Millet, Γκρεβίλ, Μάγχη 1814 – Μπαρμπιζόν 1875). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Μαζί με τον Κουρμπέ και τον Ντoμιέ είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του γαλλικού ρεαλισμού του δεύτερου μισού του 19ου αι. Υπήρξε κυρίως ο… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Συνέσιος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 305). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιανουαρίου, μαζί μ’ εκείνη του Θεόπομπου, που μαρτύρησε μαζί του. II Επίσκοπος της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, που έζησε στο τέλος του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”